ὑπόστειλον

ὑπόστειλον
ὑποστέλλω
draw in
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”